κλουσιίδες

κλουσιίδες
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που είναι γνωστότερη ως σταγονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. clusiaceae < clusi- (πρβλ. κλουσία) + -aceae (< λατ. -aceuς), που αποδίδεται με το -ίδες, πληθ. τού -ίδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλόφυλλον — το βοτ. γένος τροπικών φυτών τής οικογένειας κλουσιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. calophyllum < calo (πρβλ. καλ[ο] *) + phyllum (< φύλλο)] …   Dictionary of Greek

  • κλουσία — και κλουζία, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κλουσιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. clusia από το εκλατινισμένο όν. Carolus Clusius τού Γάλλου βοτανολόγου Charles de Lecluse] …   Dictionary of Greek

  • ρεεδία — (rheedia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των γκουττιφόρων, με περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν στην τροπική Αμερική και τη Μαδαγασκάρη. Είναι δέντρα με κίτρινο γαλακτώδη χυμό, με φύλλα σκληρά και δερματώδη και άνθη δίοικα ή πολύγαμα επάνω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”